γλυκοκάλαμο

γλυκοκάλαμο
το сахарный тростник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλυκοκάλαμο" в других словарях:

  • γλυκοκάλαμο — το (Α γλυκυκάλαμον, Μ γλυκοκάλαμον και γλυκάλαμον) (νεοελλ. μσν.) ζαχαροκάλαμο* (αρχ. μσν.) είδος λωτού …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκάλαμο — το το ζαχαροκάλαμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»